ηδονοθήρας

ηδονοθήρας
ο
αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας, ψηφο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”